διχοστατέω: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δῐχοστᾰτέω''': (στῆναι) ἵσταμαι [[χωρίς]], διαφωνῶ, διχοστατῶν [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. [[πρός]] τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. [[τρέφω]] ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1. | |lstext='''δῐχοστᾰτέω''': (στῆναι) ἵσταμαι [[χωρίς]], διαφωνῶ, διχοστατῶν [[λόγος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. [[πρός]] τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. [[τρέφω]] ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être séparé de, gén. ; <i>fig.</i> être en dissentiment, en désaccord : [[πρός]] τινα avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
(στῆναι)
A stand apart, disagree, ὄξος τ' ἄλειφά τ' . . διχοστατοῦντ' ἂν οὐ φίλως προσεννέποις A.Ag. 323; δ. λάχη Id.Eu.386 (lyr.); λόγος S.Fr.867; δ. πρός τινα E.Med. 15, Pl.R.465b. II feel doubts, Alex.Aphr.Pr.Praef.
German (Pape)
[Seite 647] auseinander treten, sich veruneinigen, Aesch. Ag. 314; πρός τινα, Eur. Med. 15; λόγος Soph. frg. 746; Plat. Rep. V 465 b. Auch = mit sich selbst uneins, unentschlossen sein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχοστᾰτέω: (στῆναι) ἵσταμαι χωρίς, διαφωνῶ, διχοστατῶν λόγος Αἰσχύλ. Ἀγ. 323, Εὐμ. 386· δ. πρός τινας Εὐρ. Μηδ. 15, Πλάτ. Πολ. 465Β. ΙΙ. τρέφω ἀμφιβολίας, Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être séparé de, gén. ; fig. être en dissentiment, en désaccord : πρός τινα avec qqn.
Étymologie: δίχα, ἵστημι.