διαπασσαλεύω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπασσᾰλεύω''': Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ [[ἄκρα]], ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.
|lstext='''διαπασσᾰλεύω''': Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ [[ἄκρα]], ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.
}}
{{bailly
|btext=clouer qqn les membres écartés, crucifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πασσαλεύω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[σταυρόω]].
}}
}}