δουλοπρέπεια: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δουλοπρέπεια''': ἡ, δουλικὸν [[ἦθος]] ἢ [[φρόνημα]]· ἀντίθ. [[μεγαλοψυχία]], Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33. | |lstext='''δουλοπρέπεια''': ἡ, δουλικὸν [[ἦθος]] ἢ [[φρόνημα]]· ἀντίθ. [[μεγαλοψυχία]], Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />servilité.<br />'''Étymologie:''' [[δουλοπρεπής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A slavish spirit, Pl.Alc.1.135c, Theopomp.Com.87.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Knechtssinn, niedrige Denkungsart; Plat. Alc. I, 135 c; Theopomp. com. bei Poll. 3, 75 u. Sp.; Ggstz μεγαλοψυχία, D. Cass. 51, 15.
Greek (Liddell-Scott)
δουλοπρέπεια: ἡ, δουλικὸν ἦθος ἢ φρόνημα· ἀντίθ. μεγαλοψυχία, Πλάτ. Ἀλκ. Ι. 135C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 33.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
servilité.
Étymologie: δουλοπρεπής.