δοκιμασία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοκιμᾰσία''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[δοκιμασία]], [[ἔρευνα]]. 1) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων [[μετὰ]] τὴν ἐκλογήν, [[ὅπως]] φανῇ ἂν ἔχωσι τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου ἀπαιτούμενα προσόντα, πλήρη τὰ πολιτικὰ δικαιώματα, κτλ., ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Λυσ. 144. 24, πρβλ. 146. 25· τῶν ἱερέων Πλάτ. Νόμ. 759D· δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 378. 2) δ. τῶν ἱππέων, ἡ στρατολόγησις αὐτῶν καὶ [[ἐξέτασις]], Ξεν. Ἱππ. 3, 9. 3) δ. τῶν ἐφήβων, πρὶν παραδεχθῶσιν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐξάσκησιν τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀνδρῶν, Δημ. 1318. 13. 4) δ. τῶν ῥητόρων, δικαστικὴ [[ἐνέργεια]] πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Αἰσχίν. 1. 9 κἑξ.· τὰ στεροῦντά τινα τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἀναφέρονται [[αὐτόθι]] 4. 40 κἑξ.
|lstext='''δοκιμᾰσία''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[δοκιμασία]], [[ἔρευνα]]. 1) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων [[μετὰ]] τὴν ἐκλογήν, [[ὅπως]] φανῇ ἂν ἔχωσι τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου ἀπαιτούμενα προσόντα, πλήρη τὰ πολιτικὰ δικαιώματα, κτλ., ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Λυσ. 144. 24, πρβλ. 146. 25· τῶν ἱερέων Πλάτ. Νόμ. 759D· δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 378. 2) δ. τῶν ἱππέων, ἡ στρατολόγησις αὐτῶν καὶ [[ἐξέτασις]], Ξεν. Ἱππ. 3, 9. 3) δ. τῶν ἐφήβων, πρὶν παραδεχθῶσιν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐξάσκησιν τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀνδρῶν, Δημ. 1318. 13. 4) δ. τῶν ῥητόρων, δικαστικὴ [[ἐνέργεια]] πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Αἰσχίν. 1. 9 κἑξ.· τὰ στεροῦντά τινα τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἀναφέρονται [[αὐτόθι]] 4. 40 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />épreuve, essai ; <i>à Athènes</i> docimasie, vérification de l’aptitude <i>ou</i> de l’éligibilité, <i>ou particul.</i> procédure au cours de laquelle les magistrats sortant de charge devaient rendre compte de leur gestion, notamment financière.<br />'''Étymologie:''' [[δοκιμάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμᾰσία Medium diacritics: δοκιμασία Low diacritics: δοκιμασία Capitals: ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Transliteration A: dokimasía Transliteration B: dokimasia Transliteration C: dokimasia Beta Code: dokimasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A examination, scrutiny:    1 of magistrates after election, to see if they fulfil the legal requirements of legitimacy, full citizenship, etc., ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Lys.15.2, cf. 16.9 (pl.); τῶν ἱερέων Pl.Lg.759d; δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Ath.59.4 (pl.), cf. IG 22.856,980.    2 δ. τῶν ἱππέων passing muster, X.Eq.Mag.3.9 (pl.).    3 δ. (sc. ἐφήβων), before admission to the rights of manhood, D.44.41, v. l. in 57.62.    4 δ. τῶν ῥητόρων a judicial process to determine the right of a man to speak in the ἐκκλησία or in the law-courts, Aeschin.1.2.    5 examination of recruits, PLond.3.982.6 (iv A. D.).    6 generally, test, δ. ἱκανήν [τινος] λαβεῖν make full trial of, Is.7.34 (but, receive assurance of... Plb.3.31.8); ἡ κατὰ τὸν χρόνον δ. Arist.EN1162a14; κρίσιν καὶ δ. τινῶν ποιεῖν Plu.Cleom.10; λίθος δοκιμασίας LXXSi.6.21; δ. οἰκοδόμων PSI3.176 (v A. D.).

German (Pape)

[Seite 653] ἡ, Prüfung, Untersuchung; nach B. A. 235 ἡ κατὰ τῶν στρατηγῶν καὶ τῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ῥητόρων ἐξέτασις, ob sie den gesetzlichen Bestimmungen über Geburt, Vermögen u. dgl. genügen, um ein solches Amt zu verwalten. In Athen fand solche δοκιμασία Statt – a) bes. bei den jungen Leuten, welche in die Bürgerrolle eingetragen wurden, Dem. 57, 42. Nach B. A. a. a. O. δοκιμάζονται οἱ ἐφ' ἡλικίας όρφανοί, εἰ δύνανται τὰ πατρῷα παρὰ τῶν ἐπιτρόπων ἀπολαμβάνειν. – b) bei den Beamten, die nach der Wahl stattfindet und sich darauf bezieht, ob der Kandidat auch das vollständige Bürgerrecht besitzt u. keiner dasselbe beeinträchtigenden Anklage unterworfen ist; τῶν στρατηγῶν Lys. 15, 2; vgl. 16, 9; ὁ περὶ τῶν δοκιμασιῶν νόμος 26, 9; δοκιμασίαν ἐπαγγέλλειν τινί Aesch. 1, 2, was B. A. 185 u. 241 erkl. wird: καταγγέλλειν δίκην ἑταιρήσεώς τινα. – Auch die Ritter waren einer solchen Controle unterworfen, Xen. Oec. 9, 15; Hipparch. 3, 9. Dah. auch = Musterung.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμᾰσία: ἡ, ἐξέτασις, δοκιμασία, ἔρευνα. 1) ἐπὶ τῶν ἀρχόντων μετὰ τὴν ἐκλογήν, ὅπως φανῇ ἂν ἔχωσι τὰ ὑπὸ τοῦ νόμου ἀπαιτούμενα προσόντα, πλήρη τὰ πολιτικὰ δικαιώματα, κτλ., ἡ δ. τῶν στρατηγῶν Λυσ. 144. 24, πρβλ. 146. 25· τῶν ἱερέων Πλάτ. Νόμ. 759D· δ. εἰσάγειν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Ἀποσπ. 378. 2) δ. τῶν ἱππέων, ἡ στρατολόγησις αὐτῶν καὶ ἐξέτασις, Ξεν. Ἱππ. 3, 9. 3) δ. τῶν ἐφήβων, πρὶν παραδεχθῶσιν αὐτοὺς εἰς τὴν ἐξάσκησιν τῶν δικαιωμάτων τῶν ἀνδρῶν, Δημ. 1318. 13. 4) δ. τῶν ῥητόρων, δικαστικὴ ἐνέργεια πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἢ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, Αἰσχίν. 1. 9 κἑξ.· τὰ στεροῦντά τινα τοῦ δικαιώματος τοῦ ὁμιλεῖν ἀναφέρονται αὐτόθι 4. 40 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
épreuve, essai ; à Athènes docimasie, vérification de l’aptitude ou de l’éligibilité, ou particul. procédure au cours de laquelle les magistrats sortant de charge devaient rendre compte de leur gestion, notamment financière.
Étymologie: δοκιμάζω.