δυσανάκλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_18)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσανάκλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.
|lstext='''δυσανάκλητος''': -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à rappeler, à ramener.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀνακαλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσανάκλητος Medium diacritics: δυσανάκλητος Low diacritics: δυσανάκλητος Capitals: ΔΥΣΑΝΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: dysanáklētos Transliteration B: dysanaklētos Transliteration C: dysanaklitos Beta Code: dusana/klhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to call back, Plu.2.74e; J.BJ2.18.8 (but simply, hard to summon, call together, Plu.Thes.24), etc.    2 hard to restore, of hysterics, Sor.2.29 (Comp.), cf. Herod.Med. in Rh.Mus.58.74; or to good spirits, Max.Tyr.33.6. Adv. -τως, ἔχειν to be hard to restore to one's senses, Dsc.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 675] schwer zurückzurufen, zurückzuhalten, Plut. de ad. et amic. discr. 52 u. Sp.; auch = schwer zu trösten, Max. Tyr.; δυσανακλήτως ἔχειν, von schweren Kranken, die schwer wieder zu sich zu bringen sind, Diosc. – Ueberh. = schwer zu etwas zu bringen, πρός τι, Plut. Thes. 24.

Greek (Liddell-Scott)

δυσανάκλητος: -ον, ὃν δυσκόλως ἀνακαλεῖ τις, Πλούτ. Θησ. 24, κτλ.· ‒ ὃν δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐπαναφέρῃ εἰς τὴν ὑγείαν, δυσανακλήτως ἔχειν Διοσκ. Ἀλεξ. 16· ἢ εἰς εὐθυμίαν. Μάξ. Τύρ. 33. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à rappeler, à ramener.
Étymologie: δυσ-, ἀνακαλέω.