δυσεξίτηλος: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσεξίτηλος''': [ῑ], -ον, ὁ δυσκόλως ἀφανιζόμενος, ἐξαλειφόμενος, Στράβων 516, Πλούτ. 2. 696D. | |lstext='''δυσεξίτηλος''': [ῑ], -ον, ὁ δυσκόλως ἀφανιζόμενος, ἐξαλειφόμενος, Στράβων 516, Πλούτ. 2. 696D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à détruire, à effacer.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἐξίτηλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not easily perishing, ἄνθος φαρμάκων Str. 11.8.7, cf. Plu.2.696d, Philum.Ven.4.3.
German (Pape)
[Seite 679] schwer auszutilgen, unvergänglich; Strab. XI p. 516; Plut. Symp. 6, 9, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξίτηλος: [ῑ], -ον, ὁ δυσκόλως ἀφανιζόμενος, ἐξαλειφόμενος, Στράβων 516, Πλούτ. 2. 696D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à détruire, à effacer.
Étymologie: δυσ-, ἐξίτηλος.