δόξασμα: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δόξασμα''': τό, γνώμη, [[ἰδέα]], [[εἰκασία]], Θουκ. 1. 141, Πλάτ. Φαίδρ. 274C, κτλ.· -[[φαντασία]], Εὐρ. Ἠλ. 583· ὡς τὸ δοκοῦν, [[φαντασία]], οὐχὶ πραγματική [[ἀντίληψις]], [[φάντασμα]], Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε. ΙΙ. [[δόξα]] Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46.13). | |lstext='''δόξασμα''': τό, γνώμη, [[ἰδέα]], [[εἰκασία]], Θουκ. 1. 141, Πλάτ. Φαίδρ. 274C, κτλ.· -[[φαντασία]], Εὐρ. Ἠλ. 583· ὡς τὸ δοκοῦν, [[φαντασία]], οὐχὶ πραγματική [[ἀντίληψις]], [[φάντασμα]], Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε. ΙΙ. [[δόξα]] Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46.13). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />opinion, croyance.<br />'''Étymologie:''' [[δοξάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A opinion, notion, conjecture, Th.1.141, Pl.Phdr.274c, etc.; fancy, E.El. 383; idea, presentation, Pl.Tht.158e. II glory, LXX Is.46.13, La.2.1.
German (Pape)
[Seite 657] τό, das Gemeinte, die Meinung; Plat. Theaet. 158 e u. öfter; Wahn, κενά Eur. El. 383; Ruhm, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
δόξασμα: τό, γνώμη, ἰδέα, εἰκασία, Θουκ. 1. 141, Πλάτ. Φαίδρ. 274C, κτλ.· -φαντασία, Εὐρ. Ἠλ. 583· ὡς τὸ δοκοῦν, φαντασία, οὐχὶ πραγματική ἀντίληψις, φάντασμα, Πλάτ. Θεαιτ. 158Ε. ΙΙ. δόξα Ἑβδ. (Ἠσαΐ. 46.13).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
opinion, croyance.
Étymologie: δοξάζω.