δωδεκαετής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωδεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]) διαρκῶν [[δώδεκα]] ἔτη (;) ΙΙ. [[δώδεκα]] ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. [[δεκαετής]].
|lstext='''δωδεκαετής''': -ές, ἢ -έτης, ες, ([[ἔτος]]) διαρκῶν [[δώδεκα]] ἔτη (;) ΙΙ. [[δώδεκα]] ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. [[δεκαετής]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de douze ans.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[ἔτος]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκᾰετής Medium diacritics: δωδεκαετής Low diacritics: δωδεκαετής Capitals: ΔΩΔΕΚΑΕΤΗΣ
Transliteration A: dōdekaetḗs Transliteration B: dōdekaetēs Transliteration C: dodekaetis Beta Code: dwdekaeth/s

English (LSJ)

ές, or δωδεκᾰ-έτης, ες, (ἔτος)

   A lasting twelve years, χρόνος J.AJ15.9.6.    II twelve years old, Plu. Comp.Lyc.Num.4, 2.198c.

German (Pape)

[Seite 693] ές, zwölfjährig, Plut. Lyc. et Num. 4, s. δωδεκέτης.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, (ἔτος) διαρκῶν δώδεκα ἔτη (;) ΙΙ. δώδεκα ἐτῶν ἡλικίαν ἔχων, Πλούτ. Συγκρ. Λυκούργ. Νουμ. 4., 2. 198C· πρβλ. δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.