ἐγκατάληψις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατάληψις''': -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, [[αἰχμαλώτισις]], Θουκ. 5. 72· ἡ [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν [[ἐγκατάλειψις]]).
|lstext='''ἐγκατάληψις''': -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, [[αἰχμαλώτισις]], Θουκ. 5. 72· ἡ [[ἐπίσχεσις]] τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε ([[ἔνθα]] [[ὅμως]] ἡ [[ἔννοια]] ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν [[ἐγκατάλειψις]]).
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de cerner, d’enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐγκαταλαμβάνω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατάληψις Medium diacritics: ἐγκατάληψις Low diacritics: εγκατάληψις Capitals: ΕΓΚΑΤΑΛΗΨΙΣ
Transliteration A: enkatálēpsis Transliteration B: enkatalēpsis Transliteration C: egkatalipsis Beta Code: e)gkata/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A catching or being caught in a place, being hemmed in, Th.5.72; suppression of urine, Hp.Epid.6.2.7 (codd.sedleg. ἐγκατάλειψις).    2 concept ( = κατάληψις), Gal.14.685, cf. 19.350.

German (Pape)

[Seite 705] ἡ, das (in einem Orte) Gefangennehmen; Thuc. 5, 72; bei Luc. Parasit. 4 l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατάληψις: -εως, τὸ καταλαμβάνειν ἢ καταλαμβάνεσθαι ἔν τινι τόπῳ, αἰχμαλώτισις, Θουκ. 5. 72· ἡ ἐπίσχεσις τῶν οὔρων, Ἱππ. 1169Ε (ἔνθα ὅμωςἔννοια ἀπαιτεῖ τὴν λέξιν ἐγκατάλειψις).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de cerner, d’enfermer.
Étymologie: ἐγκαταλαμβάνω.