ἐθελόδουλος: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθελόδουλος''': -ον, [[ἑκούσιος]] [[δοῦλος]], δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25. | |lstext='''ἐθελόδουλος''': -ον, [[ἑκούσιος]] [[δοῦλος]], δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />esclave volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[δοῦλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A serving voluntarily, Pl.R.562d, Ph.1.376, Aristaenet.2.2. Adv. -λως, ἔχειν Plu.Arat.25.
German (Pape)
[Seite 718] freiwillig dienend, sich unterwerfend, Plat. Rep. VIII, 562 d u. Sp.; ἐθελοδούλως ἔχειν, die Sklaverei willig erdulden, Plut. Arat. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόδουλος: -ον, ἑκούσιος δοῦλος, δουλεύων θεληματικῶς, Πλάτ. Πολ. 362 Δ: - Ἐπίρρ., ἐθελοδούλως ἔχειν Πλουτ. Ἄρατ. 25.