εἰρηνοποιός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰρηνοποιός''': ὁ, ὁ εἰρηνοποιῶν, ὁ εἰρηνεύων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4, Πλούτ. Νικ. 11. ΙΙ. κατὰ πληθ. εἰρηνοποιοὶ = οἱ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, [[εἰρηνοδίκαι]], Πλούτ. 2. 279Β. | |lstext='''εἰρηνοποιός''': ὁ, ὁ εἰρηνοποιῶν, ὁ εἰρηνεύων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4, Πλούτ. Νικ. 11. ΙΙ. κατὰ πληθ. εἰρηνοποιοὶ = οἱ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, [[εἰρηνοδίκαι]], Πλούτ. 2. 279Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />pacificateur ; <i>à Rome</i> fécial.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρήνη]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A peace-maker, X.HG 6.3.4, Ev.Matt.5.9, Corn.ND23, Plu.Nic.11. II pl., = Lat. Fetiales, Id.2.279b.
German (Pape)
[Seite 735] 1) Frieden stiftend, ὁ, der Friedensunterhändler; Xen. Hell. 6, 3, 4; D. Cass. 44, 49; bei Plut. qu. Rom. 62 der röm. fetialis. – 2) = εἰρηνικός, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
εἰρηνοποιός: ὁ, ὁ εἰρηνοποιῶν, ὁ εἰρηνεύων, Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 4, Πλούτ. Νικ. 11. ΙΙ. κατὰ πληθ. εἰρηνοποιοὶ = οἱ παρὰ Ρωμαίοις Fetiales, εἰρηνοδίκαι, Πλούτ. 2. 279Β.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
pacificateur ; à Rome fécial.
Étymologie: εἰρήνη, ποιέω.