εἰσαγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
|lstext='''εἰσᾰγωγεύς''': έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ [[δικαστήριον]], Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. [[Κατὰ]] [[Πολυδ]]. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς [[ὄνομα]]· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> introducteur;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l’introduit devant un tribunal.<br />'''Étymologie:''' [[εἰσάγω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰγωγεύς Medium diacritics: εἰσαγωγεύς Low diacritics: εισαγωγεύς Capitals: ΕΙΣΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: eisagōgeús Transliteration B: eisagōgeus Transliteration C: eisagogeys Beta Code: ei)sagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A introducer, Schwyzer784a7 (Tenos) ; δικαιοσύνης Arr.Epict.3.26.32 ; director of choruses, Pl.Lg.765a, cf.IG3.1193, BCH27.297 (Larymna).    II at Athens and elsewhere, magistrate who brought cases into court, IG12.63.7, Arist.Ath.52.2, D.37.33, SIG 364.5 (Ephesus), IG12(7).3 (Amorgos), PHal.1.40, PTeb.29.1 (ii B.C.), etc.    III in pl., at Samos, importers of corn on account of the state, Ath.Mitt.37.216 (ii/i B.C.).    IV conduit, Horap.1.21.

German (Pape)

[Seite 740] ὁ, der Einführer, Arist. rhet. 1, 7; bes. einer Klage; vom Archon, Plat. Legg. VI, 765 a; B. A. 246 εἰσαγωγεῖς ἦσαν δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας; vgl. Dem. 37, 34 u. Poll. 8, 93.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰγωγεύς: έως, ὁ, ὁ εἰσάγων, Πλάτ. Νόμ. 765Α. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, εἰσαγωγεῖς ἐκαλοῦντο κατώτεροί τινες ἄρχοντες ἀκούοντες παράπονα ὑπαγόμενα εἰς τὴν δικαιοδοσίαν των καὶ εἰσάγοντες τὰς ὑποθέσεις εἰς τὸ δικαστήριον, Δημ. 976. 15 κἑξ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 414. Κατὰ Πολυδ. (Η΄, 93) «εἰσαγωγεῖς ἀρχῆς κληρωτῆς ὄνομα· οὗτοι δὲ τὰς δίκας εἰσῆγον πρὸς τοὺς δικαστάς», ― κατὰ δὲ τὰ Α. Β. (σ. 246, 14) «εἰσαγωγεῖς ἦσαν ἑκάστου δικαστηρίου οἱ ἄρχοντες, οἳ εἰσῆγον αὐτοῖς τὰς δίκας».

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 introducteur;
2 t. de droit magistrat qui reçoit une plainte ressortissant à sa juridiction et qui l’introduit devant un tribunal.
Étymologie: εἰσάγω.