ἔκθεσμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκθεσμος''': -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, [[ἄνομος]], [[παράνομος]], Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· [[φρικτός]], [[δεινός]], [[ὄναρ]] Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α. | |lstext='''ἔκθεσμος''': -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, [[ἄνομος]], [[παράνομος]], Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· [[φρικτός]], [[δεινός]], [[ὄναρ]] Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />extraordinaire, effrayant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[θεσμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A lawless, unlawful, Ph.2.502, Phint. ap. Stob.4.23.61, POxy.129.4 (vi A. D.) ; monstrous, ὄναρ Plu.Caes.32 ; ὑποθέσεις Phld. Sto.339.18 ; εὑρήματα Ph.1.335 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 760] außer dem Gesetz, gesetzwidrig, Philo u. a. Sp. Dah. = greulich, ὄναρ Plut. Caes. 32. – Adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθεσμος: -ον, ὁ ἐκτὸς τοῦ νόμου, ἄνομος, παράνομος, Λατ. exlex, Φιντ. παρὰ Στόβ. 444. 37· φρικτός, δεινός, ὄναρ Πλουτ. Καῖσ. 32. - Ἐπίρρ. -μως, Συνέσ. 210 Α.