ἔκβρωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔκβρωμα''': τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
|lstext='''ἔκβρωμα''': τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει [[πρᾶγμα]] ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />entaille (faite par une scie).<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκβρωμα Medium diacritics: ἔκβρωμα Low diacritics: έκβρωμα Capitals: ΕΚΒΡΩΜΑ
Transliteration A: ékbrōma Transliteration B: ekbrōma Transliteration C: ekvroma Beta Code: e)/kbrwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything eaten out, πρίονος ἔ. saw-dust, S.Tr. 700(pl.); piece eaten away, Arist.HA625a9.

German (Pape)

[Seite 755] τό, das Ausgefressene, übertr. πρίονος Soph. Tr. 700, Schol. πρίσμα, Sägespäne. Vgl. Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 a 9).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκβρωμα: τό, τὸ καταβιβρωσκόμενον, πρίονος ἐκβρώματ’, «πριονίδια», Σοφ. Τρ. 700· ἐν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 23, φαίνεται ὅτι σημαίνει πρᾶγμα ἐξ οὗ βιβρώσκει τις.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
entaille (faite par une scie).
Étymologie: ἐκ, βιβρώσκω.