ἐθελόκακος: Difference between revisions
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐθελόκακος''': -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, [[δειλός]], ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει. | |lstext='''ἐθελόκακος''': -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, [[δειλός]], ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />volontairement méchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]], [[κακός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = κακὰ θέλων, Hsch. II guilty of wilful cowardice, of soldiers, τὸ τῶν στρατιωτῶν ἐ. D.H.9.7. Adv. -κως App.Ital.7Fr.
German (Pape)
[Seite 718] vorsätzlich schlecht, pflichtvergessen, bes. im Kriege, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόκακος: -ον, ὁ ἐκ προαιρέσεως κακός, δειλός, ἐπὶ στρατιωτῶν: - Ἐπίρρ. ἐθελοκάκως Ἀππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει.