ἐκκυμαίνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκῡμαίνω''': μεταφ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ στρατιωτικῆς φάλαγγος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. ΙΙ. παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. ἦτο μεταβατ., ἐκρίπτομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Διον. Ἁλ. 10. 53· ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 357Α. | |lstext='''ἐκκῡμαίνω''': μεταφ., [[ἐξέρχομαι]] τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ στρατιωτικῆς φάλαγγος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. ΙΙ. παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. ἦτο μεταβατ., ἐκρίπτομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Διον. Ἁλ. 10. 53· ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 357Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déborder comme un flot montant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A swerve, bulge from the straight line, of a line of soldiers, X.An.1.8.18, cf. Demetr.Eloc.84. 2 cause to burst from their sockets, τὤμματα Herod.6.68. II Pass., to be cast up by the waves, D.H.10.53 ; ὑπὸ τῆς θαλάσσης Plu.2.357a.
German (Pape)
[Seite 765] auswogen, – a) durch die Wellen auswerfen, πρὸς τὰς ἀκτάς D. H. 10, 53; ἐπὶ τοὺς αἰγιαλοὺς ἐκκυμανθείς Ath. VII, 283 c, wie Plut. Is. et Os. 15; ἐκκεκύμασμαι hat Su Id. – Uebertr. b) im Marschiren über die Linie herauskommen, Xen. An. 1, 8, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῡμαίνω: μεταφ., ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας γραμμῆς, ἐπὶ στρατιωτικῆς φάλαγγος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18. ΙΙ. παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. ἦτο μεταβατ., ἐκρίπτομαι ὑπὸ τῶν κυμάτων, Διον. Ἁλ. 10. 53· ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Πλούτ. 2. 357Α.