ἐκκυνηγετέω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκῠνηγετέω''': κυνηγῶ, [[καταδιώκω]], τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ [[πότμος]]; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε [[κἀκκυνηγετῶ]] ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-). | |lstext='''ἐκκῠνηγετέω''': κυνηγῶ, [[καταδιώκω]], τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ [[πότμος]]; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε [[κἀκκυνηγετῶ]] ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />poursuivre avec une meute.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[κυνηγετέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
A pursue in the chase, hunt down, τινά E.Ion 1422, prob. in A.Eu.231.
German (Pape)
[Seite 765] jagen, verfolgen; Eur. Ion 1422; Lyc. 1025; vgl. Aesch. Eum. 221.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκῠνηγετέω: κυνηγῶ, καταδιώκω, τὶς ἡμᾶς ἐκκυνηγετεῖ πότμος; Εὐρ. Ἴων 1422· καὶ ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 231, ὁ Erfurdt διώρθωσε κἀκκυνηγετῶ ἀντὶ κἀκκυνηγέτης, ἐνῷ ὁ Well. προτείνει κακκυνηγέτις (δηλ. κατακ-).