ἐκτράπελος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτράπελος''': -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]], Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402. | |lstext='''ἐκτράπελος''': -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]], Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d’une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i. e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. -λως, ἔσθων AP11.402 (Luc.). II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.
German (Pape)
[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.