ἐκτράπελος

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰ́πελος Medium diacritics: ἐκτράπελος Low diacritics: εκτράπελος Capitals: ΕΚΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: ektrápelos Transliteration B: ektrapelos Transliteration C: ektrapelos Beta Code: e)ktra/pelos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i.e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. ἐκτραπέλως, ἔσθων AP11.402 (Luc.).
II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1extraño, contrario al buen sentido o al orden natural de las cosas νόμοι Thgn.290, ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκιάς introduciendo extraños trinos (el poeta Timoteo), Pherecr.155.23
impresionante, fuera de lo normal por su aspecto, de Jasón, Sch.Pi.P.4.156a.
2 desmesurado, monstruoso en su tamaño o apariencia σύνθετά τινα ζῷα ἢ ἐκτράπελα, οἷον Πήγασοι καὶ Γοργόνες Hermog.Id.2.10 (p.392), Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον Sch.Pi.I.6.47d
neutr. subst. δεδιέναι ... τοῦ θαλαττίου (λέοντος) τῆς ὄψεως τὸ ἐ. temer la monstruosa apariencia del león marino Ael.NA 14.9, ἐκτραπέλους graeci uocant eos de niños deformes, Plin.HN 7.76.
II adv. ἐκτραπέλως = desmesuradamente ἔσθων ἐ. AP 11.402 (Luc.).

German (Pape)

[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτράπελος: исполинский Plin.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.

English (Slater)

ἐκτράπελος out of place ἐκτράπελον (e Σ Heyne: ἐντράπελον codd.) (P. 4.105) ]

Greek Monolingual

ἐκτράπελος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται από τον συνηθισμένο δρόμο, ασυνήθιστος, παράδοξος
2. μισητός, απεχθής
3. (για υπερβολικά και πρόωρα ανεπτυγμένα παιδιά) τερατώδης.

Greek Monotonic

ἐκτράπελος: [ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]
turning from the common course, devious, strange, Theogn.