ἐμβαθύνω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
|lstext='''ἐμβᾰθύνω''': [[κάμνω]] τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· [[κάμνω]] τι νὰ ὑπάγῃ εἰς [[βάθος]], ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., [[εἰσέρχομαι]] βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=rendre profond, creuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[βαθύνω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβᾰθύνω Medium diacritics: ἐμβαθύνω Low diacritics: εμβαθύνω Capitals: ΕΜΒΑΘΥΝΩ
Transliteration A: embathýnō Transliteration B: embathynō Transliteration C: emvathyno Beta Code: e)mbaqu/nw

English (LSJ)

   A make deep, hollow out, βόθρια Alciphr.3.13; cause to sink deep in, κακίαν ἑαυτοῖς Plu.2.1128e.    II intr., go deep into, τοῖς νόμοις, ταῖς ἐπιστήμαις, Ph.1.18,341; sink deep in, εἰς κάθισιν LXX Je.30.8 (49.30).

German (Pape)

[Seite 803] tief hineinmachen, aushöhlen; βόθρον, Alciphr. 3, 13; übertr., τὴν κακίαν ἑαυτοῖς, eindringen lassen, Plut. de occult. viv. 2. – Intr., eindringen, versinken, τινί, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβᾰθύνω: κάμνω τι βαθύ, βαθύνω, ἐμβαθύνας βόθρον Ἀλκίφρ. 3. 13· κάμνω τι νὰ ὑπάγῃ εἰς βάθος, ἐμβαθύνουσι τὴν κακίαν ἑαυτοῖς Πλούτ. 2. 1128Ε. ΙΙ. ἀμετ., εἰσέρχομαι βαθέως εἴς τι, τινί, ἐπὶ ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας, Φίλων 1. 18, Ἐκκλ.· βυθίζομαι, ἐμβυθίζομαι εἴς τι, Ἑβδ. (Ἱερεμ. Λ΄, 7, ΜΘ΄, 30)· τινὶ Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

rendre profond, creuser.
Étymologie: ἐν, βαθύνω.