ἑλικοειδής: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]]. | |lstext='''ἑλικοειδής''': ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων [[σχῆμα]] ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· [[ἔντερον]] Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. [[ἀλλοειδής]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]], [[εἶδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
poet. εἱλικ-, ές,
A of winding or spiral form, [σαυνία] D.S.5.30; γραμμή Plu.Num.13; of planetary orbits, Cleom.1.4; ἔντερον Aret.SD2.3; τόποι S.E.P.1.126; σελήνη D.L.7.144. Adv. -δῶς Cleom.1.4, Dsc.2.165, Olymp. in Mete.13.9.
German (Pape)
[Seite 797] ές, wie gewunden, gedreht; γραμμή Plut. Num. 13; a. Sp. – Adv., D. L. 10, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικοειδής: ποιητ. εἱλικ-, ἑς, ἔχων σχῆμα ἕλικος, Πλουτ. Νουμ. 13· ἔντερον Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρ. Παθ. 3. 3. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἴδε ἐν λ. ἀλλοειδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est comme roulé en spirale, sinueux, tortueux.
Étymologie: ἕλιξ, εἶδος.