εὐμνημόνευτος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμνημόνευτος''': -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 3. 9, 3. ΙΙ. [[ἄξιος]] μνείας, [[ἀξιομνημόνευτος]], Πλάτ. Τίμ. 18C, D. | |lstext='''εὐμνημόνευτος''': -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. [[αὐτόθι]] 3. 9, 3. ΙΙ. [[ἄξιος]] μνείας, [[ἀξιομνημόνευτος]], Πλάτ. Τίμ. 18C, D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on se rappelle facilement;<br /><i>Cp.</i> εὐμνημονευτότερος, <i>Sp.</i> εὐμνημονευτότατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μνημονεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to remember, Pl.Ti.18c, 18d, D.56.45, Aen. Tact.24.14, Ath.7.277c, etc.: Comp. -ότερος Arist.Rh.1367a26: Sup., ib.1409b6. II at one's fingers' ends, ἔστω σοι εὐ. φάρμακα Hp. Decent.9.
German (Pape)
[Seite 1081] gut zu erwähnen, erwähnenswerth, Plat. Tim. 18 c; leicht zu erzählen, καὶ βραχέα Dem. 56, 45; – leicht im Gedächtniß zu behalten, Arist. rhet. 1, 9. 3, 9 u. öfter, u. sp. Rhett.; superlat., D. L. 6, 31.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμνημόνευτος: -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. αὐτόθι 3. 9, 3. ΙΙ. ἄξιος μνείας, ἀξιομνημόνευτος, Πλάτ. Τίμ. 18C, D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on se rappelle facilement;
Cp. εὐμνημονευτότερος, Sp. εὐμνημονευτότατος.
Étymologie: εὖ, μνημονεύω.