τῆθος: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῆθος''': -εος, τό, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - [[ἔνθα]] κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. [[τήθυον]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152. | |lstext='''τῆθος''': -εος, τό, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - [[ἔνθα]] κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. [[τήθυον]], ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />huître.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = τήθυον; sg. τῆθος is used by Ath. in citing Arist. Fr.304; pl. τήθη Nic.Al.396, Poll.6.47: for τήθεα v. τήθυον. (τῆθος was perh. a back-formation (originally Ion.) from τήθεα, τηθέων, which were forms of τήθυον, q.v.)
German (Pape)
[Seite 1105] εος, τό, die Auster; τήθεα διφῶν, Il. 16, 147; vgl. Ath. III, 88.
Greek (Liddell-Scott)
τῆθος: -εος, τό, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., τήθεα διφῶν, ἐρευνῶν, ζητῶν τήθεα, Ἰλ. Π. 747, - ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ὄστρεα, πρβλ. τήθυον, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 152.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
huître.
Étymologie: DELG pas d’étym.