ἐπιπτυχή: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπτῠχή''': ἡ, = [[ἐπίπτυγμα]], ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2. | |lstext='''ἐπιπτῠχή''': ἡ, = [[ἐπίπτυγμα]], ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> repli, enveloppe;<br /><b>2</b> pièce qu’on ajuste sur un vêtement troué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιπτύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἐπίπτυγμα, flap, χιτῶνος J.AJ17.5.7, Plu.2.979c; τοῦ θώρακος Id.Pomp.35; αἱ ἐ. τῶν ῥακίων rags and tatters, Luc.DMort.1.2.
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπτῠχή: ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 repli, enveloppe;
2 pièce qu’on ajuste sur un vêtement troué.
Étymologie: ἐπιπτύσσω.