πελτάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελτάζω''': ([[πέλτη]]) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς [[ἤτοι]] ὡπλισμένος διὰ [[πέλτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὁπλιτεύω]], Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70. | |lstext='''πελτάζω''': ([[πέλτη]]) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς [[ἤτοι]] ὡπλισμένος διὰ [[πέλτης]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ὁπλιτεύω]], Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=servir comme peltaste, <i>càd</i> dans l’infanterie légère.<br />'''Étymologie:''' [[πέλτη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
(πέλτη)
A serve as a πελταστής, opp. ὁπλιτεύω, X.An.5.8.5, Vect.4.52, App.BC2.70.
German (Pape)
[Seite 551] ein πελταστής od. leichtbewaffneter Soldat sein, Xen An. 5, 8, 5 im Ggstz von ὁπλιτεύω, u. Sp., wie App.
Greek (Liddell-Scott)
πελτάζω: (πέλτη) ὑπηρετῶ ὡς πελταστὴς ἤτοι ὡπλισμένος διὰ πέλτης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὁπλιτεύω, Ξεν. Ἀνάβ. 5· 8, 5, Πόροι 4. 52, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 70.
French (Bailly abrégé)
servir comme peltaste, càd dans l’infanterie légère.
Étymologie: πέλτη.