προσπληρόω: Difference between revisions
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27. | |lstext='''προσπληρόω''': συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· [[μάλιστα]] ἐπὶ πλοίων, [[σχηματίζω]] τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ [[καταρτίζω]] αὐτὰ [[προσέτι]], πληρῶ ἀνδρῶν ([[παρασκευάζω]]) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compléter, acc.;<br /><b>2</b> augmenter le nombre de, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσπληρόομαι-οῦμαι ajouter pour compléter le nombre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πληρόω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
A fill up or complete a number, ἱππέας π. εἰς δισχιλίους v.l. in X.Cyr.5.3.24, cf. HG1.6.3, prob. in PCair.Zen.421.8 (iii B.C.): esp. man and equip ships besides, man still more ships, Th.6.104,7.34:—Med., ἐκ Κερκύρας ἄλλας π. X.HG5.4.66, cf. 5.1.27.
German (Pape)
[Seite 778] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.
Greek (Liddell-Scott)
προσπληρόω: συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· μάλιστα ἐπὶ πλοίων, σχηματίζω τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ καταρτίζω αὐτὰ προσέτι, πληρῶ ἀνδρῶν (παρασκευάζω) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compléter, acc.;
2 augmenter le nombre de, acc.;
Moy. προσπληρόομαι-οῦμαι ajouter pour compléter le nombre, acc..
Étymologie: πρός, πληρόω.