ῥευστικός: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥευστικός''': -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, [[ἀσταθής]], [[οὐσία]] Πλούτ. 2. 268D· [[πολυπραγμοσύνη]] ῥ. εἰς ἅπαντα [[αὐτόθι]] 522Α. | |lstext='''ῥευστικός''': -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, [[ἀσταθής]], [[οὐσία]] Πλούτ. 2. 268D· [[πολυπραγμοσύνη]] ῥ. εἰς ἅπαντα [[αὐτόθι]] 522Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fluide, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥευστός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. -κῶς ib.878f.
German (Pape)
[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.