χασμώδης: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C. | |lstext='''χασμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, [[ὑπνώδης]], ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν [[ὄντα]] καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;<br />τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.<br />'''Étymologie:''' [[χάσμη]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A always yawning, D.L.4.32; τὸ χ. listlessness, Plu.2.92d. II τὸ χ. τῶν φωνηέντων hiatus, A.D.Pron.50.11.
German (Pape)
[Seite 1340] ες, immer oder gewöhnlich gähnend, schläfrig, träge; D. L. 4, 32; Plut. de cap. ex host. ut. g. E.
Greek (Liddell-Scott)
χασμώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἀεὶ χασμώμενος, ὑπνώδης, ὃν καὶ ἔσκωψε νωθρὸν ὄντα καὶ χασμώδη Διογ. Λ. 4. 32· τὸ χασμῶδες καὶ ῥᾴθυμον, τὸ ἀπρόθυμον, ἐνδοιαστικόν, Πλούτ. 2. 92C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
sujet aux bâillements ; somnolent, nonchalant;
τὸ χασμῶδες PLUT la nonchalance.
Étymologie: χάσμη, -ωδης.