μεταδρομή: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδρομή''': ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.
|lstext='''μεταδρομή''': ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />poursuite, chasse.<br />'''Étymologie:''' [[μεταδραμεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρομή Medium diacritics: μεταδρομή Low diacritics: μεταδρομή Capitals: ΜΕΤΑΔΡΟΜΗ
Transliteration A: metadromḗ Transliteration B: metadromē Transliteration C: metadromi Beta Code: metadromh/

English (LSJ)

ἡ,

   A pursuit, chase, esp. of hounds, X.Cyn.3.7 (pl.); μ. Ἐρινύων E.IT941 (pl.).    2 running to and fro, of hunted hares, Plu.2.971d (pl.).

German (Pape)

[Seite 146] ἡ, das Nachlaufen, Verfolgen; μεταδρομαῖς Ἐρινύων ἠλαυνόμεσθα, Eur. I. T. 941; Xen. Cyn. öfter; auch = Angreifen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδρομή: ἡ, καταδίωξις, κυνήγημα, ἰδίως ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 3, 7, κτλ· μ. Ἐρινύων Εὐρ. Ι. Τ. 941.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poursuite, chasse.
Étymologie: μεταδραμεῖν.