παραπράσσω: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· [[οὔτε]] πολυπραγμονῶν [[οὔτε]] π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ.[[πράττω]] ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.
|lstext='''παραπράσσω''': Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· [[οὔτε]] πολυπραγμονῶν [[οὔτε]] π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ.[[πράττω]] ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> agir autrement qu’il ne faut, <i>càd</i> :<br /><b>1</b> agir contrairement à des avis <i>ou</i> à des instructions;<br /><b>2</b> contrevenir, faillir;<br /><b>II.</b> exiger illégalement, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πράσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπράσσω Medium diacritics: παραπράσσω Low diacritics: παραπράσσω Capitals: ΠΑΡΑΠΡΑΣΣΩ
Transliteration A: paraprássō Transliteration B: paraprassō Transliteration C: paraprasso Beta Code: parapra/ssw

English (LSJ)

Att. παραπράττω, Ion. παραπρήσσω,

   A do a thing beside or beyondthe main purpose, Hdt.5.45 ; οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. D.C. 76.7.    II help in doing, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος S.Aj.261 (anap.).    III act unjustly, esp. exact money illegally, Plu.Agis 16 :—Pass., Wilcken Chr.238.6 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 495] att. -ττω, daneben thun, Nebendinge treiben, die nicht zur Hauptsache gehören, Her. 5, 45; neben πολυπραγμονεῖν, D. Sic. 76, 7; – μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος, theilnehmen, Soph. Ai. 254; Sp. – Geld widerrechtlich eintreiben, Plut. Agis 16.

Greek (Liddell-Scott)

παραπράσσω: Ἀττικ. -ττω, Ἰωνικ.-πρήσσω: μέλλ. -ξω. Πράττω τι ἔξω τοῦ κυρίου σκοποῦ μου, Ἡρόδ. 5. 45· οὔτε πολυπραγμονῶν οὔτε π. Δίων Κ. 75. 7. ΙΙ.βοηθῶ εἰς πρᾶξίν τινα, μηδενὸς ἄλλου παραπράξαντος Σοφ. Αἴ. 261. ΙΙΙ.πράττω ἀδίκως, ἰδίως, παρανόμως ἀργυρολογῶ, Πλουτ. Ἆγις 16.

French (Bailly abrégé)

I. agir autrement qu’il ne faut, càd :
1 agir contrairement à des avis ou à des instructions;
2 contrevenir, faillir;
II. exiger illégalement, acc..
Étymologie: παρά, πράσσω.