ἐρυθραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.
|lstext='''ἐρυθραίνω''': καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ [[πρόσωπον]] Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., [[γίνομαι]] [[ἐρυθρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, [[ὥστε]] καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἐρυθρός]], ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />rendre rouge, faire rougir ; <i>Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass.</i> ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, <i>particul.</i> rougir de honte.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυθρός]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθραίνω Medium diacritics: ἐρυθραίνω Low diacritics: ερυθραίνω Capitals: ΕΡΥΘΡΑΙΝΩ
Transliteration A: erythraínō Transliteration B: erythrainō Transliteration C: erythraino Beta Code: e)ruqrai/nw

English (LSJ)

   A paint red, rouge, πρόσωπον Perict. ap. Stob.4.28.19 ; παρειάς Hdn.5.6.10:—Pass., become red, Thphr.HP3.12.5, Sor.1.108 ; blush, X.Cyr.1.4.4, Arist.EN1128b13.    II intr., to be red, Id.Pr.890a8 ; ἡ τέρμινθος..χλοερὸν ἐνέγκασα [καρπὸν] μετὰ ταῦτα ἐρυθραίνει Thphr.HP3.15.3.

German (Pape)

[Seite 1036] roth machen, röthen (ἐρεύθω, ἐρυθρός), Theophr. u. A.; von der Schamröthe, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο ὥςτε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 4, 4; Arist. Eth. 4, 15; τὰς παρειὰς ἐρυθραίνων Hdn. 5, 6, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθραίνω: καθιστῶ τι ἐρυθρόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 3˙ πρόσωπον Περικτ. παρὰ Στοβ. 488. 2. - Παθ., γίνομαι ἐρυθρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5˙ ἐρυθριῶ, αἰδοῦς ἐνεπίμπλατο, ὥστε καὶ ἐρυθραίνεσθαι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 2. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἐρυθρός, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 8. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
rendre rouge, faire rougir ; Pass. (seul. prés. et part. pf. Pass. ἠρυθρασμένος) devenir rouge, rougir, particul. rougir de honte.
Étymologie: ἐρυθρός.