νομιστέος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ. | |lstext='''νομιστέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[νομίζω]], ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[νομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A to be enacted (νομίζω 1.2), Pl.R.608b. II νομιστέον, one must account, deem, Id.Sph.230d, Men.550, LXXEp.Je. 40, Porph.Abst.1.12, etc.
Greek (Liddell-Scott)
νομιστέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ νομίζω, ὃν δεῖ νομίζειν, κτλ., Πλάτ. Πολ. 608Β. ΙΙ. νομιστέον, δεῖ νομίζειν, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 230D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de νομίζω.