μεγαλοκευθής: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλοκευθής''': -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, [[περιεκτικός]], [[εὐρύχωρος]], θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
|lstext='''μεγᾰλοκευθής''': -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, [[περιεκτικός]], [[εὐρύχωρος]], θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très profond.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κεύθω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκευθής Medium diacritics: μεγαλοκευθής Low diacritics: μεγαλοκευθής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΥΘΗΣ
Transliteration A: megalokeuthḗs Transliteration B: megalokeuthēs Transliteration C: megalokefthis Beta Code: megalokeuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.

German (Pape)

[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.