συσκοπέω: Difference between revisions

From LSJ

Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another

Source
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσκοπέω''': θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[συνεξετάζω]], τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
|lstext='''συσκοπέω''': θεωρῶ, [[ἐξετάζω]], παρατηρῶ μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], [[συνεξετάζω]], τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br />considérer ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σκοπέω]].
}}
}}

Revision as of 19:55, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκοπέω Medium diacritics: συσκοπέω Low diacritics: συσκοπέω Capitals: ΣΥΣΚΟΠΕΩ
Transliteration A: syskopéō Transliteration B: syskopeō Transliteration C: syskopeo Beta Code: suskope/w

English (LSJ)

   A contemplate along with or together, τὸν λόγον Pl.Phd. 89a; τὰ λεγόμενα Id.La.197e: fut. συσκέψομαι Hdn.1.17.7: pf. part. Pass. συνεσκεμμένα Iamb.Protr.21.λά.

German (Pape)

[Seite 1042] auch συσκοπέομαι, mit, zugleich, zusammen besehen, betrachten, Plat. Phaed. 89 a Lach. 197 e, nur praes. u. impf. Vgl. συσκέπτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συσκοπέω: θεωρῶ, ἐξετάζω, παρατηρῶ μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνεξετάζω, τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδων 89Α· τὰ λεγόμενα ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 197Ε· μέλλ. συσκέψομαι, Ἡρῳδιαν. 1. 17· - ἐνεστ. συσκέπτομαι, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
considérer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, σκοπέω.