ἔναρα: Difference between revisions
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνᾰρα''': -ων, τά, (ἴδε [[ἐναίρω]]) μόνον κατὰ πληθ. τὰ ὅπλα καὶ κοσμήματα φονευθέντος ἐχθροῦ, σκῦλα, [[λάφυρα]], Λατ. spolia, φέροι δ’ [[ἔναρα]] βροτόεντα Ἰλ. Ζ. 480˙ ἢ φέρεσθαι θ. 534˙ πόλλ’ [[ἔναρα]] Τρώων Ν. 268˙ [[οὕτως]], [[ἔναρα]] βροτόεντα Δόλωνος Κ. 570: ― [[καθόλου]], [[λάφυρα]], τὴν φόρμιγγα ἄρετ’ ἐξ ἐνάρων Ι. 188· πρβλ. Ζ. 68, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357. Ἐπικὴ [[λέξις]] (ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 177) ἀντὶ τῶν Τραγ. σκῦλα, [[λάφυρα]]. | |lstext='''ἔνᾰρα''': -ων, τά, (ἴδε [[ἐναίρω]]) μόνον κατὰ πληθ. τὰ ὅπλα καὶ κοσμήματα φονευθέντος ἐχθροῦ, σκῦλα, [[λάφυρα]], Λατ. spolia, φέροι δ’ [[ἔναρα]] βροτόεντα Ἰλ. Ζ. 480˙ ἢ φέρεσθαι θ. 534˙ πόλλ’ [[ἔναρα]] Τρώων Ν. 268˙ [[οὕτως]], [[ἔναρα]] βροτόεντα Δόλωνος Κ. 570: ― [[καθόλου]], [[λάφυρα]], τὴν φόρμιγγα ἄρετ’ ἐξ ἐνάρων Ι. 188· πρβλ. Ζ. 68, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357. Ἐπικὴ [[λέξις]] (ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 177) ἀντὶ τῶν Τραγ. σκῦλα, [[λάφυρα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><b>1</b> armes enlevées à un mort, dépouilles;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> butin de guerre <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἐναίρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ων, τά, (ἐναίρω) only pl.,
A arms and trappings of a slain foe, spoils, φέρειν ἔ. βροτόεντα Il.6.480; φέρομαι 8.534; πόλλ' ἔ. Τρώων taken from them, 13.268; so ἔ. βροτόεντα Δόλωνος 10.570: generally, spoil, booty, τὴν [φόρμιγγα] ἄρετ' ἐξ ἐνάρων 9.188, cf. 6.68, Hes.Sc. 367.--Ep. word (used by S.Aj.177 (lyr.)) for Trag. σκῦλα, λάφυρα.
German (Pape)
[Seite 829] τά, die dem getödteten Feinde abgenommene Rüstung, spolia, vgl. s. v. ἐναίρω u. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 145. Bei Homer öfters ἔναρα βροτόεντα, z. B. Iliad. 6, 480. 15, 347; auch ohne den Zusatz βροτόεντα, Iliad. 13, 268. 6, 68; allgemeiner (katachrestisch) = Kriegsbeute ist das Wort vielleicht zu nehmen Iliad. 9, 188 (φόρμιγγι) τὴν ἄρετ' ἐξ ἐνάρων, πόλιν Ἠετίωνος ὀλέσσας; Scholl. Aristonic. giebt hier ἐξ ἐνάρων wieder durch ἐκ τῶν λαφύρων. – Hes. Sc. 367; κλυτά Soph. Ai. 177; οὐκ ἐνοπᾶς ἀλλὰ χορῶν ἔναρα Mel. 115 (VI, 163).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνᾰρα: -ων, τά, (ἴδε ἐναίρω) μόνον κατὰ πληθ. τὰ ὅπλα καὶ κοσμήματα φονευθέντος ἐχθροῦ, σκῦλα, λάφυρα, Λατ. spolia, φέροι δ’ ἔναρα βροτόεντα Ἰλ. Ζ. 480˙ ἢ φέρεσθαι θ. 534˙ πόλλ’ ἔναρα Τρώων Ν. 268˙ οὕτως, ἔναρα βροτόεντα Δόλωνος Κ. 570: ― καθόλου, λάφυρα, τὴν φόρμιγγα ἄρετ’ ἐξ ἐνάρων Ι. 188· πρβλ. Ζ. 68, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 357. Ἐπικὴ λέξις (ἐν χρήσει παρὰ Σοφ. ἐν Αἴ. 177) ἀντὶ τῶν Τραγ. σκῦλα, λάφυρα.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 armes enlevées à un mort, dépouilles;
2 p. ext. butin de guerre en gén.
Étymologie: ἐναίρω.