ἐνίοτε: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνίοτε''': (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. [[ἄλλοτε]], [[ἑκάστοτε]]): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· [[ἐνίοτε]] μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... [[τότε]] δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. [[ἔνιοι]].
|lstext='''ἐνίοτε''': (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. [[ἄλλοτε]], [[ἑκάστοτε]]): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· [[ἐνίοτε]] μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... [[τότε]] δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. [[ἔνιοι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />quelquefois.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνι]], [[ὅτε]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνίοτε Medium diacritics: ἐνίοτε Low diacritics: ενίοτε Capitals: ΕΝΙΟΤΕ
Transliteration A: eníote Transliteration B: eniote Transliteration C: eniote Beta Code: e)ni/ote

English (LSJ)

Adv.

   A at times, sometimes, E.Hel.1213, Ar.Pl.1125, Hp. Praec.14, etc.; ἐ. μὲν... ἐ. δὲ . . Pl.Grg.467e; ἐ. μὲν . . ἔστι δ' ὅτε . . Id.Tht.150a; ἐ . . τότε δὲ . . Id.Phlb.46e; ἐ. μὲν . . ὅτε δὲ . . Arist.Mete. 360b2.

German (Pape)

[Seite 845] einige Male, zuweilen (ἔστιν ὅτε); Eur. Hel. 1229; Ar. Plut. 1125 u. a. com.; Thuc. u. Folgde; ἐνίοτε – μέν – ἔστι δ' ὅτε Plat. Theaet. 150 a; ἐνίοτε μέν – ἐνίοτε δέ Gorg. 467 e; ἐνίοτετότε δέ Phil. 46 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνίοτε: (οὐχὶ ἐνιότε, πρβλ. ἄλλοτε, ἑκάστοτε): - Ἐπίρρ. ἀντὶ τοῦ ἔνι ὅτε = ἔστιν ὅτε, «κάποτε», Εὐρ. Ἑλ. 1213, Ἀριστοφ. Πλ. 1125, Πλάτ., κτλ.· ἐν. μέν, ἐν. δὲ Πλάτ. Γοργ. 467Ε· ἐνίοτε μέν... ἔστι δ’ ὅτε ὁ αὐτ. Θεαίτ. 150Α· ἐν... τότε δὲ ὁ αὐτ. Φίληβ. 46Ε· ἐν μέν... ὅτε δέ... Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 8, πρβλ. ἔνιοι.

French (Bailly abrégé)

adv.
quelquefois.
Étymologie: ἔνι, ὅτε.