ἐνωτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνωτίζομαι''': ἀποθ. (οὖς) ἐν τοῖς ὠσὶ [[δέχομαι]], [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[προσέχω]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΓʹ, 18 κ. ἀλλ.), ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου Πράξ. Ἀποστ. βʹ, 14, Ὠριγ. Ι. 509C, κλ.
|lstext='''ἐνωτίζομαι''': ἀποθ. (οὖς) ἐν τοῖς ὠσὶ [[δέχομαι]], [[ἀκούω]] [[μετὰ]] προσοχῆς, [[προσέχω]], Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΓʹ, 18 κ. ἀλλ.), ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου Πράξ. Ἀποστ. βʹ, 14, Ὠριγ. Ι. 509C, κλ.
}}
{{bailly
|btext=écouter, entendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οὖς]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνωτίζομαι Medium diacritics: ἐνωτίζομαι Low diacritics: ενωτίζομαι Capitals: ΕΝΩΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enōtízomai Transliteration B: enōtizomai Transliteration C: enotizomai Beta Code: e)nwti/zomai

English (LSJ)

(οὖς)

   A give ear, hearken to, λόγους LXXGe.4.23; ῥήματα Act.Ap.2.14: c.dat., ἐντολαῖς LXXEx.15.26.

German (Pape)

[Seite 861] (οὖς), hören, vernehmen, LXX., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωτίζομαι: ἀποθ. (οὖς) ἐν τοῖς ὠσὶ δέχομαι, ἀκούω μετὰ προσοχῆς, προσέχω, Ἑβδ. (Ἱερ. ΚΓʹ, 18 κ. ἀλλ.), ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου Πράξ. Ἀποστ. βʹ, 14, Ὠριγ. Ι. 509C, κλ.

French (Bailly abrégé)

écouter, entendre.
Étymologie: ἐν, οὖς.