ἐνωπαδίως: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνωπᾰδίως''': ἐπίρρ. (ἐνωπὴ) κατὰ [[πρόσωπον]], κατ᾿ ὄψιν, φανερῶς, Λατ. coram, [[ἐνωπαδίως]] ἐσίδεσκεν Ὀδ. Ψ. 94, [[ἔνθα]] ἄλλως ἐνωπιδίως: ‒ εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐνωπᾰδὶς ἐν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1415 καὶ ἐνωπᾰδὸν ἐν Κοΐντῳ Σμ. 2. 84.
|lstext='''ἐνωπᾰδίως''': ἐπίρρ. (ἐνωπὴ) κατὰ [[πρόσωπον]], κατ᾿ ὄψιν, φανερῶς, Λατ. coram, [[ἐνωπαδίως]] ἐσίδεσκεν Ὀδ. Ψ. 94, [[ἔνθα]] ἄλλως ἐνωπιδίως: ‒ εὑρίσκομεν [[ὡσαύτως]] ἐνωπᾰδὶς ἐν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1415 καὶ ἐνωπᾰδὸν ἐν Κοΐντῳ Σμ. 2. 84.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en face.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνωπή]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνωπᾰδίως Medium diacritics: ἐνωπαδίως Low diacritics: ενωπαδίως Capitals: ΕΝΩΠΑΔΙΩΣ
Transliteration A: enōpadíōs Transliteration B: enōpadiōs Transliteration C: enopadios Beta Code: e)nwpadi/ws

English (LSJ)

Adv., (ἐνωπή)

   A in one's face, to one's face, Od.23.94 (v.l. ἐνωπιδίως).

German (Pape)

[Seite 861] vorm Angesicht, vor Augen, sichtbar, μιν ἐςίδεσκεν Od. 23, 94, v. l. ἐνωπιδίως, Schol. ἐναργῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωπᾰδίως: ἐπίρρ. (ἐνωπὴ) κατὰ πρόσωπον, κατ᾿ ὄψιν, φανερῶς, Λατ. coram, ἐνωπαδίως ἐσίδεσκεν Ὀδ. Ψ. 94, ἔνθα ἄλλως ἐνωπιδίως: ‒ εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐνωπᾰδὶς ἐν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1415 καὶ ἐνωπᾰδὸν ἐν Κοΐντῳ Σμ. 2. 84.

French (Bailly abrégé)

adv.
en face.
Étymologie: ἐνωπή.