ἐξεπίσταμαι: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(6_1) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεπίσταμαι''': [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]], τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― [[μετὰ]] μετοχ., [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]] ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. [[ὄντα]]) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]] πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. [[ἐπίσταμαι]]· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ εὖ ἢ [[καλῶς]], Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. [[γιγνώσκω]] ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C. | |lstext='''ἐξεπίσταμαι''': [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]], τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― [[μετὰ]] μετοχ., [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]] ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. [[ὄντα]]) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., [[γιγνώσκω]] [[καλῶς]] πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. [[ἐπίσταμαι]]· [[συχνάκις]] [[μετὰ]] τοῦ εὖ ἢ [[καλῶς]], Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. [[γιγνώσκω]] ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=savoir à fond, savoir parfaitement : [[τι]] qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐπίσταμαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
A know thoroughly, τι Hdt.2.43, 5.93: c. part., know well that .., ἐ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα Id.1.190, cf. S.OC1584; τὸν θεὸν τοιοῦτον (sc. ὄντα) ἐ. Id.Fr.771: c. inf., know well how to do, Id.Ant.480: with εὖ, Hdt.3.146, A.Ag.838; καλῶς S.OC417, etc.: c. acc. et inf.; know that, Id.Ant.293. II know by heart, τὸν λόγον Pl.Phdr.228b.
German (Pape)
[Seite 877] (s. ἐπίσταμαι), genau wissen, verstehen; εὖ Aesch. Ag. 812; Soph. O. C. 560; αὕτη δ' ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Ant. 476; Ar. Vesp. 1249; Her. 7, 39 u. oft, u. Sp.; c. part., ὡς λελοιπότα κεῖνον ἐξεπίστασο Soph. O. C. 1584; – ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον Plat. Phaedr. 228 b, auswendig wissen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπίσταμαι: γιγνώσκω καλῶς, τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― μετὰ μετοχ., γιγνώσκω καλῶς ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. ὄντα) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., γιγνώσκω καλῶς πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. ἐπίσταμαι· συχνάκις μετὰ τοῦ εὖ ἢ καλῶς, Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. γιγνώσκω ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C.
French (Bailly abrégé)
savoir à fond, savoir parfaitement : τι qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐπίσταμαι.