ἐπιβουλή: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβουλή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· [[πρός]] τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, [[μετὰ]] ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.
|lstext='''ἐπιβουλή''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· [[πρός]] τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, [[μετὰ]] ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> dessein prémédité : [[ἐξ]] ἐπιβουλῆς, μετ’ ἐπιβουλῆς à dessein, de propos délibéré;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> machination, complot, intrigue : [[ἐξ]] ἐπιβουλῆς THC par trahison préméditée, insidieusement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[βουλή]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβουλή Medium diacritics: ἐπιβουλή Low diacritics: επιβουλή Capitals: ΕΠΙΒΟΥΛΗ
Transliteration A: epiboulḗ Transliteration B: epiboulē Transliteration C: epivouli Beta Code: e)piboulh/

English (LSJ)

ἡ,

   A plan formed against another, plot, scheme, Hdt. 1.12, Th.4.77, 86, Isoc.4.148, etc.; ἐπιβουλὴν ἐπιβουλεύειν Lys.13.18; πρός τινα against one, X.An.1.1.8; ἐξ ἐπιβουλῆς by treachery, treacherously, ἐξ ἐ. ἀποθανεῖν, ἐξ ἐ. φονεὺς εἶναι, Antipho 2.1.5, 1.3, cf. Th.8.92, X.An.6.4.7, etc.; μετὰ ἐπιβουλῆς designedly, Pl.Lg.867a, al.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, Vorhaben, Anschlag gegen Einen, Nachstellung, Thuc. 4, 76; ἐπ ιβουλὴν ἀρτύειν Her. 1, 12; ἐπιβουλεύειν Lys. 13, 18; ἐξ ἐπιβουλῆς, hinterlistiger Weise, Thuc. 8, 92; Xen. An. 6, 4, 7; aber auch allgemeiner: mit Vorsatz, Antiph. 1, 3; Plat. Rep. I, 341 a; auch μετ' ἐπιβουλῆς, Legg. IX, 867 a; τῇ ἐπιβουλῇ, im Ggstz von ἀπροβουλίᾳ, ibd.; φθόνοι καὶ ἐπιβουλαί vrbdn Prot. 316 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβουλή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἡρόδ. 1. 12, Θουκ. 4. 76, 86· πρός τινα, κατά τινος, Ξεν. Ἀν. 1. 1, 8· ἐξ ἐπιβουλῆς, δι’ ἐπιβουλῆς, ἐξ ἐπιβ. θανών, ἐξ ἐπιβ. φονεὺς Ἀντιφῶν 115. 20., 111. 43· πρβλ. Θουκ. 8. 92, κτλ.· οὕτω καί, μετὰ ἐπιβουλῆς Πλάτ. Νόμ. 867Α κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 dessein prémédité : ἐξ ἐπιβουλῆς, μετ’ ἐπιβουλῆς à dessein, de propos délibéré;
2 en mauv. part machination, complot, intrigue : ἐξ ἐπιβουλῆς THC par trahison préméditée, insidieusement.
Étymologie: ἐπί, βουλή.