ἐπικτίζω: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, [[πόλις]] Ἰὼλ [[ὄνομα]], ἣν ἐπικτίσας Ἰούβας μετωνόμασε Καισάρειαν Στράβ. 831. ΙΙ. [[ἱδρύω]], [[κτίζω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], πόλεις Ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι Πλούτ. 2. 328. | |lstext='''ἐπικτίζω''': [[κτίζω]] ἐκ νέου, [[πόλις]] Ἰὼλ [[ὄνομα]], ἣν ἐπικτίσας Ἰούβας μετωνόμασε Καισάρειαν Στράβ. 831. ΙΙ. [[ἱδρύω]], [[κτίζω]] ἐν ἢ [[μεταξύ]], πόλεις Ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι Πλούτ. 2. 328. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> ἐπέκτισα, <i>Pass. ao.</i> ἐπεκτίσθην, <i>pf.</i> ἐπέκτισμαι;<br />bâtir sur, fonder sur <i>ou</i> parmi, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A found in addition or anew, Str.14.1.12, 10.1.10 (Pass.). II. found in or among, πόλεις ἀγρίοις ἔθνεσι Plu.2.328b codd.
German (Pape)
[Seite 954] dabei, darauf bauen; πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι, Städte unter wilden Völkern anlegen, Plut. de Alex. fort. 1, 4; zum zweiten Mal gründen, herstellen, Strab. XVII, 831; = simplex, Pol. 10, 24, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικτίζω: κτίζω ἐκ νέου, πόλις Ἰὼλ ὄνομα, ἣν ἐπικτίσας Ἰούβας μετωνόμασε Καισάρειαν Στράβ. 831. ΙΙ. ἱδρύω, κτίζω ἐν ἢ μεταξύ, πόλεις Ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔθνεσι Πλούτ. 2. 328.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐπέκτισα, Pass. ao. ἐπεκτίσθην, pf. ἐπέκτισμαι;
bâtir sur, fonder sur ou parmi, τινι.
Étymologie: ἐπί, κτίζω.