ἐπιτρόχαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
|lstext='''ἐπιτρόχᾰλος''': -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, [[γοργός]], οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., [[ταχύς]], [[ταχέως]] ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ [[ταχέως]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui court <i>ou</i> coule rapidement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τρόχαλος.
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρόχᾰλος Medium diacritics: ἐπιτρόχαλος Low diacritics: επιτρόχαλος Capitals: ΕΠΙΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: epitróchalos Transliteration B: epitrochalos Transliteration C: epitrochalos Beta Code: e)pitro/xalos

English (LSJ)

   A on, quickly passing, 'tripping', χρόνοι D.H.Comp.18 : metaph., glib, flowing, ῥύσις τῆς λέξεως Id.Dem.40.

German (Pape)

[Seite 997] darüber hinlaufend, flüchtig, χρόνοι D. Hal. C. V. 18; schnell, καὶ καταφερὴς ῥύσις τῆς λέξεως iud. Dem. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρόχᾰλος: -ον, ἐπὶ ῥυθμῶν, γοργός, οὐκ ἐπιτροχάλους καὶ ταχεῖς... ἀποδίδοσθαι τοὺς χρόνους Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 18· μεταφ., ταχύς, ταχέως ῥέων, ὁ αὐτ. περὶ Δημ. 40. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπιτρόχαλον· πυκνῶς καὶ ταχέως».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court ou coule rapidement.
Étymologie: ἐπί, τρόχαλος.