ἐπιφορέω: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιφορέω''': [[ἐπιφέρω]], [[ἐπισωρεύω]], ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπ. Ἡρόδ. 4. 201, πρβλ. 8. 28· ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες, οὕτω σπείρουσι ὁ αὐτ. 4. 183· ὕλην ἐπεφόρησαν 7. 36· γῆν Ἀριστοφ. Εἰρ. 167, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· λίθους [[ἄνωθεν]] Ἀριστ. Εἰρ. 224. 2) [[συλλαμβάνω]] ἢ ἔχω ἐν γαστρί, Σύνοδ. Ἀγκύρ. 25. | |lstext='''ἐπιφορέω''': [[ἐπιφέρω]], [[ἐπισωρεύω]], ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπ. Ἡρόδ. 4. 201, πρβλ. 8. 28· ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες, οὕτω σπείρουσι ὁ αὐτ. 4. 183· ὕλην ἐπεφόρησαν 7. 36· γῆν Ἀριστοφ. Εἰρ. 167, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· λίθους [[ἄνωθεν]] Ἀριστ. Εἰρ. 224. 2) [[συλλαμβάνω]] ἢ ἔχω ἐν γαστρί, Σύνοδ. Ἀγκύρ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />apporter par-dessus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίφορος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A put, pile upon, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐ. Hdt.4.201, cf.8.28 ; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐ. Id.4.183 ; ὕλην Id.7.36 ; τῆς γῆς πολλήν Ar.Pax167, cf. X.An.3.5.10 ; [λίθους] ἄνωθεν Ar.Pax225. 2 bring, offer, Ph.1.259.
German (Pape)
[Seite 1001] = ἐπιφέρω, χοῦν, herzutragen, Her. 8, 28; ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες 4, 183; vgl. Ar. Pax 167; Xen. An. 3, 5, 10 u. Sp.; ἐπί τι, Paus. 10, 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορέω: ἐπιφέρω, ἐπισωρεύω, ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῦν γῆς ἐπ. Ἡρόδ. 4. 201, πρβλ. 8. 28· ἐπὶ τὸν ἅλα γῆν ἐπιφορέοντες, οὕτω σπείρουσι ὁ αὐτ. 4. 183· ὕλην ἐπεφόρησαν 7. 36· γῆν Ἀριστοφ. Εἰρ. 167, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 5, 10· λίθους ἄνωθεν Ἀριστ. Εἰρ. 224. 2) συλλαμβάνω ἢ ἔχω ἐν γαστρί, Σύνοδ. Ἀγκύρ. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter par-dessus.
Étymologie: ἐπίφορος.