Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπισταθμία: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισταθμία''': ἡ, [[κατάλυμα]], ἐπ. ποιεῖσθαι [[παρά]] τινι, καταλύειν [[παρά]] τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν [[κατάλυμα]] εἴς τινα, [[κυρίως]] εἰς στρατιώτην, [[μάλιστα]] δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.
|lstext='''ἐπισταθμία''': ἡ, [[κατάλυμα]], ἐπ. ποιεῖσθαι [[παρά]] τινι, καταλύειν [[παρά]] τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν [[κατάλυμα]] εἴς τινα, [[κυρίως]] εἰς στρατιώτην, [[μάλιστα]] δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> logement militaire, quartier;<br /><b>2</b> obligation de loger (des militaires, certains personnages, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίσταθμος]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v. l. ist oft ἐπισταθμεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.