ἔποχον: Difference between revisions
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
(6_22) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔποχον''': τό, τὸ [[κάλυμμα]] τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ [[ζώνη]] ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9. | |lstext='''ἔποχον''': τό, τὸ [[κάλυμμα]] τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ [[ζώνη]] ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />selle de cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἔποχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.
German (Pape)
[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
selle de cavalier.
Étymologie: ἔποχος.