ἐπέλευσις: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(6_8)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπέλευσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπέρχομαι]]) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, [[ἔλευσις]], «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
|lstext='''ἐπέλευσις''': -εως, ἡ, ([[ἐπέρχομαι]]) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, [[ἔλευσις]], «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />ce qui survient, événement.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι, <i>f. de</i> [[ἐπέρχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέλευσις Medium diacritics: ἐπέλευσις Low diacritics: επέλευσις Capitals: ΕΠΕΛΕΥΣΙΣ
Transliteration A: epéleusis Transliteration B: epeleusis Transliteration C: epelefsis Beta Code: e)pe/leusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A coming on or to, arrival, ὄχλων Cat.Cod. Astr. 7.132, cf. Eust. 1574.59; touching on a thing, survey of it, Id. ad D. P. Prooem.p.71 B.; so [μέγεθος] ἐν διεξόδῳ καὶ ἐ. καθ' ἕκαστον μέρος αἰσθανόμεθα Plot.2.8.1, cf. Them.in de An.30.33.    2 adventitious impulse, Chrysipp.Stoic.2.282.    3 in Law, prosecution, PFay. 26.14 (ii A. D.), POxy.1638.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 914] ἡ, das Hinzukommen, das Zufällige, Plut. stoic. rep. 23 im plur., u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέλευσις: -εως, ἡ, (ἐπέρχομαι) τὸ ἔρχεσθαι εἴς τι, ἔλευσις, «ἐρχομός», ἐπέλευσιν... ἀπροόρατον Εὐστ. 1574. 59· ἐπιθεώρησις, Διονυσίῳ μὲν γὰρ ἐμέλησεν ὀλικῆς τινος περιηγήσεως γῆς καὶ ἐθνῶν ἐπελεύσεως ὁ αὐτὸς ἐν τῷ Προοιμ. Ὑπομνημάτ. εἰς Διονύσ. Περιηγ. σ. 71. 18, ἔκδ. Bernh. 2) συμβεβηκός, γεγονὸς τυχαῖον, ταῖς πλαττομέναις καὶ λεγομέναις ἐπελεύσεσιν Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1045D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ce qui survient, événement.
Étymologie: ἐπελεύσομαι, f. de ἐπέρχομαι.