ἑτερόδοξος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόδοξος''': -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ [[ὁμόδοξος]], Λουκ. Εὐν. 2: ― [[ἐντεῦθεν]], 2) πρεσβεύων [[ἄλλο]] παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., [[αἱρετικός]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, [[μετὰ]] διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.
|lstext='''ἑτερόδοξος''': -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ [[ὁμόδοξος]], Λουκ. Εὐν. 2: ― [[ἐντεῦθεν]], 2) πρεσβεύων [[ἄλλο]] παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., [[αἱρετικός]], Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, [[μετὰ]] διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui pense autrement qu’un autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[δόξα]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόδοξος Medium diacritics: ἑτερόδοξος Low diacritics: ετερόδοξος Capitals: ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΣ
Transliteration A: heteródoxos Transliteration B: heterodoxos Transliteration C: eterodoksos Beta Code: e(tero/docos

English (LSJ)

ον,

   A differing in opinion, Luc.Eun.2.    2 holding opinions other than the right, heterodox, Ph. 1.403, al., Arr.Epict.2.9.19, J.BJ2.8.5; [ἰατρός] Sor.1.52, cf. Gal.9.670. Adv. -ξως in heterodox manner, τῆς μουσικῆς ἀκροᾶσθαι Philostr. VS2.1.11.

German (Pape)

[Seite 1048] von anderer, bes. irriger Meinung, Luc. Eun. 2 u. a. Sp., bes. K. S. im Ggstz von ὀρθόδοξος; auch adv., Philostr. v. soph. 2 p. 559.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόδοξος: -ον, ὁ ἔχων διάφορον δόξαν, διάφορον γνώμην, ἀντίθ. τῷ ὁμόδοξος, Λουκ. Εὐν. 2: ― ἐντεῦθεν, 2) πρεσβεύων ἄλλο παρὰ τὸ ὀρθόν, ἀκολουθῶν πλάνην, ἀντίθετ. τῷ ὀρθόδοξος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 19. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 5. ― Παρ’ Ἐκκλ., αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1176Β, ΙΙ. 457Α, Ἱππόλυτ. 617Α, 868Α, Ὠριγέν. Ι. 261Α, 1284C, κλ.― Ἐπίρρ. -ξως, κατὰ τρόπον ἑτερόδοξον, μετὰ διαφόρου γνώμης, Φιλόστρ. 559.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pense autrement qu’un autre.
Étymologie: ἕτερος, δόξα.