εὐμελής: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμελής''': -ές, [[μελῳδικός]], [[εὔηχος]], [[ῥυθμικός]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ [[ἐμμελής]] ([[ἔμμετρος]]), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· [[καθόλου]], [[εὐάρεστος]], [[συμπόσιον]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ [[μέλη]], Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος. | |lstext='''εὐμελής''': -ές, [[μελῳδικός]], [[εὔηχος]], [[ῥυθμικός]], Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ [[ἐμμελής]] ([[ἔμμετρος]]), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· [[καθόλου]], [[εὐάρεστος]], [[συμπόσιον]] Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ [[μέλη]], Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ής, ές :<br />harmonieux, mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] II.<br /><span class="bld">2</span>ής, ές :<br />aux membres robustes.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλος]] I.<br /><span class="bld">3</span>ής, ές :<br />bien soigné.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A melodious, μουσική Arist.Pol. 1341b26, Sopat.10; opp. ἐμμελής (metrical), D.H.Comp.11, etc.: generally, agreeable, συμπόσια Pl.Ax.371d. Adv. -λῶς gracefully, Machoap. Ath.13.577d. II with stout limbs, Ael.Fr.110.
German (Pape)
[Seite 1080] ές, 1) mit guter Modulation, wohlklingend, Sopat. bei Ath. IV, 175 c; μουσικὴ εὐμελής, neben εὔρυθμος, Arist. pol. 8, 7; D. Hal. C. V. 11. – 21 von guten Gliedern, γέρων εὐπαγὴς καὶ εὐμελής Ael. bei Suid. – 31 (μέλομαι) wohl besorgt, συμπόσια Plat. Ax. 371 d. –. Adv., auf seine Weise, Macho Ath. VIII, 577 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμελής: -ές, μελῳδικός, εὔηχος, ῥυθμικός, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 1, Σώπατ. παρ’ Ἀθην. 175Ε· διάφορον τοῦ ἐμμελής (ἔμμετρος), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11, κτλ.· καθόλου, εὐάρεστος, συμπόσιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D: ― Ἐπίρρ. -λῶς, Μάχων παρ’ Ἀθην. 577D. ΙΙ. ἔχων ἰσχυρὰ μέλη, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἀπίκιος.
French (Bailly abrégé)
1ής, ές :
harmonieux, mélodieux.
Étymologie: εὖ, μέλος II.
2ής, ές :
aux membres robustes.
Étymologie: εὖ, μέλος I.
3ής, ές :
bien soigné.
Étymologie: εὖ, μέλομαι.