εὐθυντής: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐθυντής''': -οῦ, ὁ = [[εὔθυνος]], Πλάτ. Νομ. 945Β, C· [[δῆμος]] εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ [[αὐθέντης]]). | |lstext='''εὐθυντής''': -οῦ, ὁ = [[εὔθυνος]], Πλάτ. Νομ. 945Β, C· [[δῆμος]] εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ [[αὐθέντης]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />vérificateur des comptes.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = εὔθυνος, Pl.Lg.945b, 945c; δῆμος εὐθυντὴς χθονός cj. Markl. for αὐθέντης, E.Supp.442.
German (Pape)
[Seite 1071] ὁ, = εὔθυνος, Plat. Legg. XII, 945 b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντής: -οῦ, ὁ = εὔθυνος, Πλάτ. Νομ. 945Β, C· δῆμος εὐθυντὴς χθονός, ἐκ διορθώσεως τοῦ Markl. ἐν Εὐρ. Ἱκ. 440 (ἀντὶ αὐθέντης).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vérificateur des comptes.
Étymologie: εὐθύνω.