εὐθύδικος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐθύδῐκος''': -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.
|lstext='''εὐθύδῐκος''': -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />simplement <i>ou</i> strictement juste.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[δίκη]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδῐκος Medium diacritics: εὐθύδικος Low diacritics: ευθύδικος Capitals: ΕΥΘΥΔΙΚΟΣ
Transliteration A: euthýdikos Transliteration B: euthydikos Transliteration C: efthydikos Beta Code: eu)qu/dikos

English (LSJ)

ον,

   A righteous-judging, B.5.6, A.Ag.761 (lyr.), AP6.346 (Anacr.).    II εὐθύδικον, τό, = εὐθυδικία, IG5(2).357.25 (Stymphalus, iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1070] gerad, gerecht richtend, gerecht, Aesch. Ag. 739 οἴκων γὰρ εὐθυδίκων καλλίπαις πότμος ἀεί, auch im fem., εὐθυδίκαι, richtiger εὐθύδικαι, von den Eumeniden, Eum. 502; Anacr. ep. 13 (VI, 346).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύδῐκος: -ον, ὁ δικαίως δικάζων, Αἰσχύλ. Ἀγ. 761, Ἀνθ. Π. 6. 346· ἀντὶ τοῦ εὐθυδίκαι ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 312, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ εὐθυδίκαιοι· πρβλ. ὀρθοδίκαιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
simplement ou strictement juste.
Étymologie: εὐθύς, δίκη.